Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

Το στρώμα της καριόλας

Από όλα τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα που εκτοξεύουν προς τους παραζαλισμένους ιθαγενείς αυτές τις τραγικές μέρες, κανένα δεν μου φαίνεται πιο αξιοθρήνητο από τον «βουλευτή-φαντομά που έβγαλε λεφτά στο εξωτερικό».
 
Τι θα πει «έβγαλα λεφτά στο εξωτερικό;». Μια σαχλαμάρα και μισή είναι. Ούτε που θα είχα ασχοληθεί με το θέμα, αν συμπτωματικά, δεν μου τύχαινε να περάσω λίγους μήνες  εκτός χώρας κι αν δεν μάθαινα από πρώτο χέρι τη διαδικασία του τι σημαίνει «βγάζω λεφτά έξω».
 
Για αρχή, δεν υπάρχει ευκολότερη διαδικασία. Και νομιμότερη. Τον τραπεζικό μου λογαριασμό στην Αυστραλία τον άνοιξα στο σπίτι μου, στην Αθήνα, με τις παντόφλες, από το Ιντερνετ. Μου πήρε γύρω στα επτά λεπτά. Την άλλη μέρα, ένας υπάλληλος της αυστραλοτράπεζας, μου έστειλε ένα e-mail: Γεια σας, τι κάνετε, κυρα Μαρίκα μας, καλά ευχαριστώ: ο λογαριασμός σας άνοιξε, είναι αυτός, να ο αριθμός, να οι κωδικοί. Όταν με το καλό κουτρουβαληθείτε προς τα κάτω, περάστε και από ένα υποκατάστημά μας, αυτοπροσώπως, να βεβαιωθούμε ότι είστε εσείς, να τον ενεργοποιήσουμε επισήμως».
Έστειλα χίλια πεντακόσια  δολάρια. Στο εξωτερικό. Εγώ! Είχα λογαριασμό με λεφτά έξω! Εγώ! Είχα πάθει την πλακάρα μου, την ψώνισα κανονικά. Μιλάμε, πανεύκολο.


Όταν «κουτρουβαλήθηκα» στην ωραία Αυστραλία  (η οποία, σημειώστε, δεν είναι και δίπλα, δεν είναι Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι στην ευχή της Παναγίας κι ακόμα παραπέρα και επίσης, είναι αδιανόητα σπαστικιά με τη νομιμότητα, σε σημείο που να αγγίζει την παράνοια), πήγα αυτοπροσώπως και στο υποκατάστημα. Είδαν τη φωτογραφία μου, τη βίζα, το διαβατηριάκι μου: ( η φωτογραφία - φτυστή η Γεωργία Βασιλειάδου -  με αδικεί, αλλά με τα πολλά πείσθηκαν ότι η καλλονή αυτοπροσώπως ήμουν, τελικώς, εγώ). Μου έκαναν περί τις χίλιες πεντακόσιες ερωτήσεις (δολάριο και ερώτηση μού ήρθε), πήραν στοιχεία, διεύθυνση (σε ξενοδοχείο μέναμε τότε), τηλέφωνο, ζώδιο, ωροσκόπο, μου δώσανε κάτι συνθηματικά να ξέρω να λέω, αν τηλεφωνώ, ας πούμε, από ξένο μέρος και θέλω να κάνω μια συναλλαγή. Τέλος πάντων, κάνα δίωρο μετά (μπάφιασα χωρίς τσιγάρο) μου  ενεργοποίησαν το λογαριασμό, μου έδωσαν και μια κάρτα αναλήψεων - καταθέσεων, ένα ιντερνετικό παπάρι και ήταν έτοιμοι να με ξεφορτωθούν ωραία και καλά.
Έλα όμως που εμένα μ’ έτρωγε το μικρόβιο - ήταν η εποχή που όλοι και τα ξαδέλφια τους ήθελαν να βγάλουν λεφτά έξω και τους έτρωγε ο φίδουλας: Και νάμαι τώρα εγώ, απέναντι στο φίδουλα. Αυτοπροσώπως. Ε, όσο νάναι, δεν το αφήνεις έτσι. 

«Και τώρα;» ρώτησα.

«Τώρα, είστε πελάτης μας, κάνετε ότι θέλετε».

«Άμα θέλω να μεταφέρω άλλες πενήντα χιλιάδες δολάρια;»  (Μούφα τώρα. Σιγά μην είχα πενήντα χιλιάρικα και τα έτρεχα στην ασκητική Αυστραλία: λες και δεν ήξερα το δρόμο για το Μπαλί, όπου με το ίδιο ποσό θα περνούσα  μαζί με το παιδί μου, χαλαρά και πολυτελώς, μια  πενταετία. Ξέρω: Το επενδυτικό σκεπτικό μου είναι ελαφρώς γκάου, αλλά αυτό εξηγεί και το λόγο για τον οποίο ΔΕΝ έχω πενήντα χιλιάδες δολάρια - και χλωμό το βλέπω να έχω ποτέ.).
«Πενήντα χιλιάδες; Χαρά μας».

«Εκατό χιλιάδες; Διακόσιες; Ένα εκατομμύριο;»

Το κοριτσάκι (Μέγκαν τη λένε) άρχισε να θολώνει. «Κοιτάξτε, πρέπει να φωνάξω τον προϊστάμενό μου».

«Να τον φωνάξετε».

Ήρθε ένα αγοράκι, έδειχνε πιο μικρό από το κοριτσάκι. Εγώ τώρα, με χίλια πεντακό για «άνοιγμα», είχα μπει για τα καλά στο ρόλο του μεγιστάνα-Λαμογίξ-που έχει καβατζώσει μύρια και θέλει να τα θάψει  βαθειά στο μάρσιππο του καγκουρό. Του υπέβαλλα το ίδιο ερώτημα.  «Πόσα μπορώ να στείλω;»

«Όσα θέλετε. Η τράπεζα υποχρεούται να διασταυρώσει στοιχεία και πηγές, διότι δεν μπορεί να εκτεθεί σε  υποψίες για διακίνηση  ύποπτου  χρήματος. Κατά τα άλλα, εφόσον τα λεφτά είναι δικά σας, τιμίως και διαφανώς αποκτηθέντα και φορολογηθέντα, μπορείτε να τα πάτε όπου νομίζετε. Είναι δικαίωμα αλλά και υποχρέωσή σας να διαχειρισθείτε κατά την κρίση σας  την περιουσία σας».

«Και που θα το ξέρετε εσείς αν είναι τιμίως αποκτηθέντα τα εκατομμύριά μου;»

«Θα στείλουμε αίτημα στη χώρα προέλευσης των χρημάτων. Από πού θέλετε να μεταφέρετε τα κεφάλαιά σας;»

«Από την Ελλάδα». (Εγώ τώρα έχω ξεφύγει πλέον, δεν κάνω ρεπορτάζ, το ζω το έργο κανονικά: Κρύβω κότερα, βίλλες, μίζες, οπλικά συστήματα, προστασίες, λογαριασμούς, γρηγορόσημα, ξαφρισμένα παγκάρια, φοροδιαφυγές, της Παναγιάς τα μάτια. Περνάω υπέροχα, αν με κερνούσαν και μια τεκίλα, εκεί θα ήμουν ακόμα, να βασανίζω το  παλικάρι).

«Η Τράπεζά σας στην Ελλάδα, λοιπόν, θα λάβει αυτομάτως μια ειδοποίηση και θα δώσει το ΟΚ να μεταφερθούν τα χρήματα, εφόσον περάσουν τον εκεί προβλεπόμενο έλεγχο και δοθεί η σχετική άδεια. Οι διαδικασίες διέπονται από τις νομοθεσίες κάθε χώρας. Για την Ευρωπαϊκής Ένωση είναι πολύ σαφείς. Δεν θα αντιμετωπίσετε κανένα πρόβλημα».

«Μάλιστα. Να σας ρωτήσω και κάτι άλλο, τώρα που γνωριστήκαμε και είμαι πελάτης;»

«Ευχαρίστως. Χαρά μας».

«Αν βγάλω τώρα από το σακ-βουαγιάζ μου ένα εκατομμύριο ευρώ, μετρητά, μπορώ να τα βάλω στο λογαριασμό μου, αυτόν εδώ, που άνοιξα; Αν, λέω.»
Το παλικάρι κόμπλαρε. Ή δεν κόμπλαρε και μέχρι εκεί ήταν η δικαιοδοσία του.

«Πρέπει να φωνάξω τον προϊστάμενό μου».

«Να τον φωνάξετε».

Ήρθε ένας τύπος, πιο παχουλός και πιο καραφλός, αλλά επίσης πιτσιρικάς. Με πήρε και καθίσαμε σ΄ ένα γραφειάκι, πριβέ, παραπέρα.

«Ρωτήσατε τη διαδικασία για κατάθεση ποσού άνω των δέκα χιλιάδων δολαρίων σε μετρητά;»

«Ναι. Δεν ξέρω καλά τα συστήματα στη χώρα, αν μπορείτε να με πληροφορήσετε…»

«Δώστε μας τη δήλωση που κάνατε όταν περάσατε τα σύνορα, ότι φέρατε νομίμως αυτό το ποσό μαζί σας και κανένα πρόβλημα.»

«…»

«Η εμπιστοσύνη σας μας τιμά, αλλά ποιος ο λόγος να κινδυνεύσετε με τόσα μετρητά επάνω σας; Είναι τόσο απλό να μεταφέρετε τα χρήματά σας με ένα τηλέφωνο ή μια σύνδεση στο Διαδίκτυο».

«Κι αν δεν τα δήλωσα όταν μπήκα; Αν το ξέχασα;»

«Αφού είστε πελάτης, πάλι θα τα δεχτούμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε ότι εμφανιστήκατε και ζητήσατε αυτή τη συναλλαγή. Μη θορυβείσθε, τυπική διαδικασία: Θα σας  δεσμεύσουμε βέβαια, όλο το ποσόν, θα μπλοκάρουμε και τον λογαριασμό σας και επίσης, ότι άλλο λογαριασμό βρούμε στο όνομά σας, από εδώ μέχρι το Αλφα του  Κενταύρου» (αυτό δεν το είπε, με το Αλφα του Κενταύρου, αλλά όλα τα άλλα τα είπε. Όπως σας τα γράφω.).

«Και μετά;»

«Μόλις αποδείξετε ότι  τα χρήματα είναι δικά σας, έχει ένα μικρό πρόστιμο βέβαια, μερικές δεκάδες χιλιάδες δολάρια και κάτι τραβήγματα με την Εφορία, τη δική μας, της χώρας σας, όλων των ενδιάμεσων χωρών που επισκεφθήκατε, την Αστυνομία, το Τελωνείο, την Υπηρεσία Μετανάστευσης, αλλά μόλις ξεμπλέξετε, κανένα πρόβλημα, θα έχετε αμέσως πρόσβαση στο κεφάλαιό σας.»

«Αρκεί να είναι νομίμως αποκτηθέν».

«Νομίζω ότι ήδη  σας το είπαμε αυτό, κυρία μου. Έξι φορές, όχι ότι μετράω. Χαρά μας να σας εξυπηρετούμε».
Συμπέρασμα: Μεγαλύτερο σότο από τον «βουλευτή φαντομά» που έβγαλε λεφτά στο εξωτερικό» δεν μπορεί να υπάρξει. Αν ήταν δικά του χρήματα, τιμίως αποκτηθέντα, κληρονομηθέντα,  φορολογηθέντα και δηλωθέντα κατά τας Γραφάς, να τον αφήσετε ήσυχο τον άνθρωπο, και καλοφάγωτα.
Αν όμως τα έκλεψε, αν δεν μπορούσε να τα δικαιολογήσει, αν δεν «κουμπώνουν» τα εισοδήματά του με τις αποταμιεύσεις του, δεν έχει απολύτως καμία σημασία που είναι του ανθρώπου τα λεφτά. Πρέπει να τον τσιμπήσετε και να τον χτυπήσετε κάτω σαν χταπόδι. Είτε τα έχει στην Ελβετία, είτε στην Εθνική μας Τράπεζα, είτε σε μασούρια παραχωμένα στο στρώμα της καριόλας, στο χωριό του. Δεν έχει καμιά σημασία! Τον ελέγξατε; Τον φορολογήσατε; Τον ξετινάξατε, όπως έπρεπε;
Είναι δική σας δουλειά, κύριοι, να ελέγχετε τα περιουσιακά στοιχεία των πολιτών σας. Τα πράγματα είναι τόσο απλά, όπως μου τα είπε το ανυποψίαστο  παλικαράκι στο Πέρθ: Η διαχείριση της ιδιοκτησίας μας είναι, όχι απλώς δικαίωμα, αλλά και υποχρέωσή μας. Δεν υπάρχει απολύτως κανένα νομικό - και ομοίως κανένα ηθικό - ζήτημα με οποιονδήποτε Έλληνα πολίτη, βουλευτή ή όχι, που μετακινεί και επενδύει τα χρήματά του στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, όπως εκείνος πιστεύει. Αρκεί να είναι «νομίμως και διαφανώς  αποκτηθέντα».
Το ευρώ πλέον είναι παγκόσμιο (έτσι σας άρεσε), μιλάει την ίδια γλώσσα σε όλες -σχεδόν- τις χώρες. Εκτός αν επιστρέψουμε σε κλειστό,  τοπικό νόμισμα, οπότε να μας το πείτε από τώρα, να κάνουμε τα κουμάντα μας. «Νομίμως και διαφανώς αποκτηθέντα και φορολογηθέντα».
Έχει δουλίτσα αυτό, το ξέρω. Να την κάνετε, μαστόρια. Γι αυτό σας έχουμε εκεί που σας έχουμε, όχι για να αμολάτε υπονοούμενα συνοικιακού κομμωτηρίου. Δεν ντρέπεστε, να συγχύζετε και να μπερδεύετε  τον κόσμο, που ακούει σήμερα «εκατομμύριο» και αυτομάτως εξαγριώνεται; Υπάρχει η καυτή πατατούλα, παλικάρια, του «πόθεν έσχες» και  είναι παρκαρισμένη στα παχουλά σας χεράκια. Μην τη πετάτε στα πρωτοσέλιδα, μην την εξαπολύετε στα androis. Δεν μπορείτε να την κόψετε τσιπς και να ταΐσετε τους πεινασμένους - δεν θα χορτάσουν. Η καυτή πατάτα πάλι πίσω σε σας θα γυρίσει. Το ερώτημα δεν ήταν ποτέ «γιατί ο βουλευτής έβγαλε λεφτά στο εξωτερικό». Θα είναι πάντα «που τα βρήκε». Και φυσικά, αν ήταν βρώμικα, ύποπτα ή μαύρα λεφτά, ποιοί τον άφησαν να τα βγάλει εκτός ή και να τα κρατήσει τόσο «πατριωτικά» - εντός χώρας.
ΥΓ. «Καριόλα», για τους νεώτερους, είναι το μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι που κοιμόταν το ζευγάρι στα χωριά. Συνηθιζόταν να αποτελεί προίκα της νύφης - ομού μετά της «κλανιόλας», για την  οποία προτίθεμαι να συγγράψω το επόμενο βαθυστόχαστο  οικονομικό μου άρθρο. Διότι, όπως καταλαβαίνετε, αυτό το χιλιοπεντακοσάρικο που «έβγαλα στο εξωτερικό», είχε και συνέχεια. Πολύ – πολύ ζουμερή…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου